ορδινάριος

ορδινάριος
ὀρδινάριος, ὁ (ΑΜ)
δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος, αρχή που εκλεγόταν κανονικά κατά την έναρξη τού έτους και για τακτό χρονικό διάστημα (α. «ὀρδινάριος ἄρχων», Στέφ. διάκ.
β. «ὀρδινάριοι ὕπατοι», Χρον. Πασχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordinarius «τακτικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωρδενάριος — και ὠρδινάριος, ία, ον, Α άλλη γραφή τού ὀρδινάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordinarius «τακτικός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”